σιφθείριον

σιφθείριον
Α
(αιγυπτ. λ.) επιφάνεια καλάμου («κατασχάσας καλάμου ἐπιφάνειαν, ἣν Αἰγύπτιοι σιφθείριον καλοῡσι», Γαλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”